Σατανόγριες, αλεπουδόφατσες, αρχοντομαστούρηδες κι αλητοβασιλειάδες, την αγάπη και τον σεβασμό μου! Κι αυτό γιατί κόντρα σε όλους και σε όλα, μα πιότερο κόντρα στον φλογερό μας εαυτό είσαστε πάλι εκεί, στα παγωμένα τσιμέντα του αφιλόξενου Καυταντζογλείου…
Κάτι χιλιάδες χιλιόμετρα βορειοδυτικότερα, στην νήσο της Γηραιάς Αλβιώνας, στην σκοτεινή υπόγα κλείνω τα μάτια μου και σαν την Γιάννα της Λωραίνης μου έρχονται οράματα και θάματα στο νου…
Σκηνή πρώτη: χωμένος βαθιά στον δερμάτινο καναπέ της glamorous σουίτας του πεντάστερου hotel, ένας ποντιορθόδοξος ευεργέτης της αστυνομίας κι απανταχού εκκλησίας και γλυκοφιλούσας παναγίας, ξεφυσώντας ωσάν ταύρος τον καπνό του Cohiba Behike πούρο του, αναρωτιέται, ο βουκόλος ποιμένας του προσφυγομαχαλά, τι συμβαίνει και δεν εκλείπουν τούτες οι σατανόγριες με όλα όσα έχουν περάσει. «Γάτες να ήταν θα είχαν απολέσει και τις επτά ζωές τους, κατσαρίδες να ήταν θα είχαν εξαφανιστεί με τόσο ψεκασμό». Ο οσφυοκάμπτης γραικύλος αυλοκόλακας, αφού κάνει τους απαραίτητους τεμενάδες στον Σουλτάνο, λέει με γλοιώδης προφορά:
«Οι πληροφοριοδότες μας, πολύχρονεμένε μου βεζύρη, μιλούν για κάποιο μικρό γαλάζιο χωριό που δεν υποτάσσεται. Ένας μαθουσάλας δρυίδης βράζει ένα μαγικό βοτάνι που μαζεύει από τα δάσα του Κουρί και το αποσταγμένο μπλέ φίλτρο το μοιράζει σε όλο το Ασβεστοχώρι και σε κάτι τρελούς αυτόνομους κι ανυποχώρητους Ζαπατίστες, χιλιοχρονεμένε Πάσα μου, που ο Αλάχ μήνες να κόβει απο τους άπιστους και χρόνια να δίνει στην μεγαλειότητά σου…» Ο Μέγας Βαλής της Υψιλής Πύλης συνοφρυώνεται, χουφτώνει με την παλάμη του την λευκή του γενειάδα και επιτακτικά λέει στον σκυφτούλη μπάτλερ: «Σύρε ρε παλιοζεβζέκη και πλέρωσε λυτούς και δεμένους να μου φέρουν εδώ στα πόδια μου όλο το ανυπότακτο χωριό, τους Αυτόνομους μούλους και τον Σπάρτακο μαζί που τους ξεσηκώνει!» «Ηρακλή τον φωνάζουν άρχοντα μου, μα είναι αδύνατο να τους κάνουμε ζάφτι, είναι ορκισμένοι στο όνομα του και πιστοί μέχρι θανάτου. Δεν σκάβουν το κεφάλι μήτε ξεπουλάνε τις αξίες και τα ιδανικά τους αφέντη μου. Αυτούνοι δεν προσκυνάνε κανέναν κι έχουν για ύμνο ένα άσμα με μιαν γαλάζια Βαβυλώνα που στ’ όνομα του Ηρακλή δώσανε τις ζωές τους, λένε οι αφορισμένοι…»
Σκηνή δεύτερη: Ιβανώφειο, καταρρέουν τα τσιμέντα από τον παλμό του κυανόλευκου Λαού! Πεπρωμένο φυγείν αδύνατον, αυτός ο τυρανισμένος Λαός δεν τα παρατάει αν δεν δικαιωθεί! Κάπου μέσα στο πλήθος βλέπω ένα αλάνι με μαλλί πήχτρα στο μπριγιόλ κι ένα λεπτό μάγκικο μουστακάκι, ίδιος ο Κυριάκος όπως τον θυμάμαι, να κραυγάζει: «την μπετονιέρα μην κατηγοράς αυτή σου δίνει για να φας…» Στο ξύλινο κλουβί με τους σχιζοφρενείς οπαδούς, το πάρτυ είναι μια πυρκαγιά που καίει τις ψυχές μας! Που να σκεφτείς ότι αυτό το ανυπέρβλητο υπερθέαμα γίνεται σε αγώνες δεύτερης κατηγορίας. Αδιανόητα απίστευτο!
Σκηνή τρίτη: Χορτατζήδες, σωτήριον έτος 2030 μετά του Ναζωραίου, εγκαίνια γήπεδου «Βασίλης Χατζηπαναγής» εν συντομία Χατζηαρένα! Μπύρες, τσίπουρα, κρασιά και ουίσκι, ότι πίνεται θα το πιούμε! Ρετσινομένο σαλεπάκι για τον Παύλο, μπυρίτσα για τον Φώτη, τζινάκι για το φιλαράκι μου τον Τάο κι ευλογημένο χόρτο για τις εντριβές για τον gmάκο. Κι οι μπαγλαμάδες να αρχίσουν τσιφτετέλια, οι ηλεκτρικές κιθάρες να ξερνάνε τα τάστα τους και οι Ηρακληδείς Βαζιβουζούκοι με τα νταούλια να σπέρνουν τον πανικό!
Όταν άνοιξα τα μάτια βρισκόμουν στα τάρταρα της Κέλτικης γης, σκυφτός μέσα στην άχραντη υπόγα και μπροστά μου ήταν δέκα στοίβες πιάτα. Ένα γέλιο πνιχτό μου ξέφυγε από τα χείλη. Κι από μέσα μου σαν λάβα βγήκε περήφανα η αλήθεια μου:
Λαέ μου σκύβω και το αίμα σου φιλώ…